διδυμοτοκος

διδυμοτοκος
    διδυμοτόκος
    δῐδῠμο-τόκος
    2
    рождающий двойни Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "διδυμοτοκος" в других словарях:

  • διδυμοτόκος — διδυμοτόκος, ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος) (απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό… …   Dictionary of Greek

  • διδυμοτόκος — producing twins masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμοτόκον — διδυμοτόκος producing twins masc/fem acc sg διδυμοτόκος producing twins neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμοτόκα — διδυμοτόκος producing twins neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμοτόκοις — διδυμοτόκος producing twins masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμοτόκους — διδυμοτόκος producing twins masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OVIS Gemellipara — seu διδυμοτόκος, Cantici c. 4. v. 2. Dentes tui sunt, ut grex ovium aequalium, quae ex lavacro ascendunt, et omnes sunt gemilliparae, neque ulla est, quae abortiat: unde hallucinantur Arabes quidam Scriptores, qi ovem quotannis semel tantûm… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GEMELLI Dii — Graeci Θεοὶ διδυμάονες, memorantur Clem. Alexandr. Protrept. ubi aedem quidem utrique Numini suam, sed gemellas eas, et proximo intervallo dissitas, fuisse, docet: quales Vittuti et Honori Romae exstructas, habes apud Plin. l. 35. c. 10. In eorum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

  • διδυμοτοκία — διδυμοτοκία, η (Α) [διδυμοτόκος] γέννηση διδύμων …   Dictionary of Greek

  • διδυμοτοκώ — διδυμοτοκῶ ( έω) (Α) [διδυμοτόκος] γεννώ δίδυμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»